- κατσικοπόδαρος
- -η, -ο1. αυτός που έχει πόδια κατσίκας, τραγοπόδαρος2. (σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπων) αυτός που έχει πολύ ισχνές κνήμες3. το αρσ. ως ουσ. ο κατσικοπόδαροςα) ο καλικάντζαροςβ) ο διάβολος4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κατσικοπόδαρος, η κατσικοπόδαρηάνθρωπος που φέρνει κακοτυχία, γρουσούζης.
Dictionary of Greek. 2013.